αναθεμελιωτικός

αναθεμελιωτικός
-ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με την αναθεμελίωση: Η προσπάθεια του Α ήταν αναθεμελιωτική για την ελληνική Eκκλησία, αλλά δυστυχώς υπονομεύτηκε από τους εχθρούς του.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναθεμελιωτικός — ή, ό [αναθεμελιωτης] ο σχετικός με την αναθεμελίωση, αυτός που συντελεί σ αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”